- τρίπυλον
- τρί-πῠλον, τό,A triple gate, IGRom.4.847 (Laodicea ad Lycum), 1209 ([place name] Thyatira), Milet.1 (7) No.261.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπυλον — triple gate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπυλον — τὸ, Α τριπλή πύλη («τοῑς σεβαστοῑς οἱ ἱματευόμενοι τὸ τρίπυλον καὶ τὰς στοάς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πυλον (< πύλη), πρβλ. τετρά πυλον] … Dictionary of Greek
τριπύλῳ — τρίπυλον triple gate neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπυλα — τρίπυλον triple gate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπυλοειδής — ές, Α όμοιος με τρίπυλο, σε σχήμα τριπύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπυλον + ειδής*] … Dictionary of Greek